Αναδρομικό φοροκαπέλο με οδηγό το άρθρο 10

«Ραβασάκια» για την καταβολή «τεκμαρτού» φόρου εισοδήματος και ΦΠΑ αναδρομικά ακόμα και αν δεν έχει υποβληθεί δήλωση, ακύρωση των φοροαπαλλαγών που δεν αποδεικνύονται από παραστατικά και κλήσεις για φορολογική ανάκριση προβλέπουν τα «ψιλά γράμματα» του νομοσχεδίου για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής.
Με τις νέες ρυθμίσεις, που αλλάζουν παλαιότερους νόμους ακόμα και του 1990, καθιερώνεται νέο μοντέλο ελέγχων, σύμφωνα με το οποίο ο προϊστάμενος της Εφορίας θα συγκεντρώνει στοιχεία από δημόσιες και ιδιωτικές υπηρεσίες και επιχειρήσεις (Πολεοδομίες, Υποθηκοφυλακεία, εμπορικά καταστήματα, λογαριασμούς ΔΕΚΟ, τράπεζες κ.ά.) και από το φορολογικό αρχείο (δηλωθέντα εισοδήματα, είδος και χρόνος δραστηριότητας, έκταση και έδρα της επαγγελματικής εγκατάστασης κ.ά.) και με βάση αυτά από το γραφείο αυτόματα θα επαναπροσδιορίζει το ύψος του εισοδήματος και του φόρου και θα προχωρεί σε νέα εκκαθάριση. Αν προκύπτει διαφορά σε σχέση με την αρχική δήλωση θα συντάσσει νέο εκκαθαριστικό σημείωμα, το οποίο θα αποστέλλει στον φορολογούμενο καλώντας τον να καταβάλει τον πρόσθετο φόρο.
Οπως επισημαίνουν παράγοντες του υπουργείου Οικονομικών, σε περίπτωση που διαπιστωθούν φορολογικές παραβάσεις για τους συγκεκριμένους φορολογούμενους δεν θα αναγνωρίζεται το αφορολόγητο όριο των 12.000 ευρώ, καθώς και οι εκπτώσεις δαπανών που παρουσίασε στη δήλωση και θα βεβαιώνεται φόρος από το πρώτο ευρώ του εισοδήματος.
Επιπρόσθετα σε αυτές τις περιπτώσεις ο έλεγχος θα επεκτείνεται και σε προηγούμενα έτη και δεν θα ισχύει η «φορολογική ασυλία» των ρυθμίσεων για την αυτοπεραίωση και περαίωση.
Επιπρόσθετα «απενεργοποιείται» το όπλο των προσφυγών των φορολογουμένων κατά των αποφάσεων των ελεγκτικών αρχών και μεταφέρεται στους ίδιους το βάρος των αποδείξεων για την πραγματική εισοδηματική και περιουσιακή τους κατάσταση.
Τα παραπάνω προκύπτουν από τις διατάξεις του άρθρου 10 του νέου φορολογικού νομοσχεδίου, με το οποίο επέρχονται ανατροπές στον υφιστάμενο Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος και ΦΠΑ και καθιερώνεται ένα νέο μοντέλο ελέγχων με πλήθος πραγματικών στοιχείων, πληροφοριών και διασταυρώσεων.
Ελεγχος σε πραγματικές και όχι αντικειμενικές δαπάνες
Σε όσους υποβάλλουν ηλεκτρονικά εκπρόθεσμες δηλώσεις μηδενικές ή πιστωτικές, καταστάσεις, πίνακες, ισοζύγια κ.λπ., από τα οποία δεν προκύπτει φόρος για καταβολή, επιβάλλεται πρόστιμο 200 ευρώ.
Σύμφωνα με στελέχη του ελεγκτικού μηχανισμού, κατά τον έλεγχο θα λαμβάνονται υπόψη οι πραγματικές και όχι οι αντικειμενικές δαπάνες, όπως καθορίζονται από την ισχύουσα νομοθεσία.
Για παράδειγμα, κατά τον έλεγχο του «πόθεν έσχες» θα λαμβάνεται υπόψη η πραγματική αξία της ακίνητης περιουσίας, πράγμα που σημαίνει ότι το τεκμήριο θα προσδιορίζεται με βάση την αγοραία και όχι την αντικειμενική αξία του ακινήτου.
Αναλυτικότερα οι νέες ρυθμίσεις για τους φορολογικούς ελέγχους προβλέπουν μεταξύ άλλων και τα εξής:
Ο προϊστάμενος της ΔΟΥ, με βάση τα στοιχεία και τις πληροφορίες που θα συγκεντρώνει θα τεστάρει την ειλικρίνεια και τη συνέπεια του φορολογουμένου. Αν διαπιστώσει ότι παρέλειψε να δηλώσει ή δήλωσε ανακριβώς τη φορολογητέα αξία ή υπολόγισε εσφαλμένα τα ποσοστά ή τις εκπτώσεις φόρου εισοδήματος και ΦΠΑ, «θα εκδίδει από το γραφείo πράξη προσδιορισμού του φόρου για μία ή περισσότερες φορολογικές περιόδους ή και για ολόκληρη διαχειριστική περίοδο».
Προσωρινό δεδομένο
«Κατά της πράξης που εκδίδεται επιτρέπεται η προσφυγή, η οποία δεν αναστέλλει τη βεβαίωση και είσπραξη του φόρου», ενώ «οι δικαστικές αποφάσεις στις περιπτώσεις αυτές, αποτελούν προσωρινό δεδικασμένο και δεν επηρεάζουν τα αποτελέσματα του ελέγχου στην έδρα της επιχείρησης και την ενδεχόμενη κύρια δίκη».
Ο προϊστάμενος της ΔΟΥ δικαιούται να διενεργεί έλεγχο από το γραφείο ζητώντας από τον φορολογούμενο να προσκομίσει στη ΔΟΥ και λοιπά αναγκαία για τον έλεγχο στοιχεία, προκειμένου να διαπιστώσει αν οι εκπτώσεις από το εισόδημα υπολογίστηκαν σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, καθώς και το αντικείμενο εργασιών του υπόχρεου και αν το εισόδημα που δηλώθηκε ανταποκρίνεται προς τα πραγματικά δεδομένα που προκύπτουν από τα βιβλία που τηρήθηκαν, τα στοιχεία που εκδόθηκαν και τα νέα στοιχεία και τις πληροφορίες που έχουν συγκεντρωθεί. Οταν διαπιστωθεί ότι τα φορολογικά στοιχεία δεν έχουν καταχωρισθεί ή έχουν καταχωρισθεί ανακριβώς, τότε εκδίδεται πράξη επιβολής φόρου και καταλογίζονται οι διαπιστωθείσες διαφορές με τις νόμιμες προσαυξήσεις.
Ο προϊστάμενος της ΔΟΥ κατά τον υπολογισμό και την εκκαθάριση του φόρου δεν θα λαμβάνει υπόψη λέξεις, ποσά και αριθμούς που έχουν αναγραφεί στις ενδείξεις της ετήσιας δήλωσης του υπόχρεου και συνεπάγονται τη διενέργεια μειώσεων ή εκπτώσεων του εισοδήματος ή του φόρου ή διαμορφώνουν το αφορολόγητο ποσό ή την ετήσια αντικειμενική δαπάνη, εφόσον δεν συνυποβάλλονται από τον υπόχρεο τα νόμιμα αποδεικτικά στοιχεία. Το περιεχόμενο του σημειώματος υπολογισμού και εκκαθάρισης του φόρου μπορεί να αμφισβητηθεί από τον φορολογούμενο με κάθε αποδεικτικό μέσο ενώπιον του προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ή του διοικητικού πρωτοδικείου.
Το δικαίωμα αυτό του φορολογουμένου ασκείται από την ημερομηνία έκδοσης του προστίμου μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου του οικείου οικονομικού έτους. Η εκκαθάριση και η καταβολή του φόρου δεν αναστέλλονται από τη διαδικασία αυτή. Οι διατάξεις εφαρμόζονται και στην περίπτωση που η δήλωση υποβάλλεται μέσω Διαδικτύου, εφόσον ο υπόχρεος δεν υποβάλλει τα οικεία δικαιολογητικά μέχρι το τέλος Ιουλίου του οικείου οικονομικού έτους.
ΕΑΝ ΔΙΑΠΙΣΤΩΘΕΙ ΦΟΡΟΚΛΟΠΗ
Στο ταμείο και όσοι δεν υποβάλλουν δήλωση
Ο προϊστάμενος της ΔΟΥ ελέγχει την ακρίβεια των επιδιδόμενων δηλώσεων και προβαίνει σε έρευνα για την εξακρίβωση των υπόχρεων που δεν έχουν υποβάλει δήλωση, προκειμένου να προσδιορίσει το φορολογητέο εισόδημα των επιχειρήσεων και ελεύθερων επαγγελματιών.
Για τον σκοπό αυτόν δικαιούται να καλέσει με έγγραφο τον υπόχρεο και να του ζητήσει, ανεξάρτητα από το αν έχει υποβάλει ή όχι φορολογική δήλωση, να δώσει μέσα σε σύντομη και τακτή προθεσμία τις αναγκαίες διευκρινίσεις και να προσκομίσει κάθε λογαριασμό και κάθε στοιχείο που είναι χρήσιμο για τον καθορισμό του εισοδήματος.
Πληροφορίες
Επίσης θα ζητεί από τις δημόσιες ή δημοτικές και κοινοτικές αρχές, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις τράπεζες, τις ιδιωτικές επιχειρήσεις και γενικά από κάθε οργάνωση επαγγελματική, εμπορική, βιομηχανική, γεωργική κ.λπ. οποιεσδήποτε πληροφορίες θεωρεί αναγκαίες για τη διευκόλυνση του έργου του. Η εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής δεν εμποδίζεται από την επίκληση, εκ μέρους οποιουδήποτε, του απορρήτου των τραπεζικών καταθέσεων, το οποίο αίρεται ειδικώς προς διευκόλυνση του φορολογικού ελέγχου.
Τέλος, θα καλεί οποιοδήποτε πρόσωπο και θα ζητεί από αυτό έγγραφες πληροφορίες που είναι αναγκαίες για τη διευκόλυνση του έργου του.
Ο φορολογούμενος προσκομίζει τα στοιχεία για τον καθορισμό του εισοδήματος.

ΠΗΓΗ: Έθνος